- μαννῶδες
- μαννώδηςlikemasc/fem voc sgμαννώδηςlikeneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μαννώδης — μαννώδης, ῶδες (Α) [μάννα (II)] 1. αυτός που μοιάζει με λιβάνι 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μαννῶδες φάρμακο παρασκευασμένο από σκόνη λιβάνου, το οποίο είχε στυπτική δύναμη … Dictionary of Greek